- συν-εκ-σώζω
συν-εκ-σώζω (s. σώζω), mit aus der Gefahr reißen, retten, τινά; Soph. O. C. 572; Antipho 5, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εκ-σώζω (s. σώζω), mit aus der Gefahr reißen, retten, τινά; Soph. O. C. 572; Antipho 5, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεκσώζω — Α 1. συμβάλλω στη διάσωση ή στη διαφύλαξη κάποιου 2. σώζω κάποιον μαζί μου («τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ συνεκσῴζει», Αντιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκσῴζω «σώζω, διασώζω»] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek