- προς-αμύνω
προς-αμύνω, Jemandem beistehen, zu Hülfe kommen, τινί; Il. 2, 238. 16, 509; oft bei Plut., z. B. Them. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-αμύνω, Jemandem beistehen, zu Hülfe kommen, τινί; Il. 2, 238. 16, 509; oft bei Plut., z. B. Them. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… … Dictionary of Greek