- προς-δόκημα
προς-δόκημα, τό, das Erwartete, die Erwartung, Plat. Phil. 32 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-δόκημα, τό, das Erwartete, die Erwartung, Plat. Phil. 32 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek