- συν-εχθαίρω
συν-εχθαίρω, mit od. zugleich hassen, Iul. Aeg. 3 (VI, 20).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εχθαίρω, mit od. zugleich hassen, Iul. Aeg. 3 (VI, 20).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεχθαίρω — Α απεχθάνομαι, μισώ κάποιον εξίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐχθαίρω «μισώ, εχθρεύομαι»] … Dictionary of Greek
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek