προς-βασανίζω

προς-βασανίζω

προς-βασανίζω, noch dazu foltern, καὶ στρεβλοῦν, Ath. V, 214 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • κατατείνω — (Α κατατείνω) 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι πολύ ή προς τα κάτω 2. ρέπω προς κάτι, κατευθύνομαι, αποκλίνω, έχω τάση να φθάσω κάπου, αποβλέπω αρχ. 1. σύρω, έλκω κάτι με δύναμη («κατὰ δ ἡνία τεῑνεν ὁπίσσω», Ομ. Ιλ.) 2. (για εξαρθρωμένα οστά) εκτείνω για …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • γδέρνω — (Μ γδέρνω) 1. (για ζώα) αφαιρώ το δέρμα 2. (για μέλη τού σώματος) τραυματίζω νεοελλ. 1. (για άνθρωπο) κακοποιώ, βασανίζω 2. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά 3. καταστρέφω, ταλαιπωρώ 4. (για φυτά) ξεφλουδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγδέρνω < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …   Dictionary of Greek

  • εύω — εὕω και εὔω (Α) (ποιητ. τ.) 1. φλογίζω, καψαλίζω 2. (μτφ. για κακή ή δύστροπη γυναίκα) βασανίζω, τσουρουφλίζω («ἥ τ ἄνδρα... εὕει ἄτερ δαλοῡ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ρήμα που γρήγορα υποχώρησε στην Ελληνική έναντι τού συνωνύμου του καίω.… …   Dictionary of Greek

  • καταπιέζω — (Α καταπιέζω) πιέζω, συνθλίβω, σπρώχνω προς τα κάτω νεοελλ. μτφ. 1. στενοχωρώ υπερβολικά κάποιον, τόν βασανίζω, τόν τυραννώ ψυχολογικώς ή σωματικώς 2. στερώ την ελευθερία και τα δικαιώματα κάποιου με τη βία, καταδυναστεύω …   Dictionary of Greek

  • λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”