- προς-δρομή
προς-δρομή, ἡ, das Zulaufen, Anrücken gegen Einen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-δρομή, ἡ, das Zulaufen, Anrücken gegen Einen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο … Dictionary of Greek
επιδρομή — η (AM ἐπιδρομή) 1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων») 2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)» αρχ. 1. κίνηση προς τα εμπρός 2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή… … Dictionary of Greek