- συν-α-φανίζω
συν-α-φανίζω, mit od. zugleich unsichtbar machen, vertilgen, Sp., wie D. Hal. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-α-φανίζω, mit od. zugleich unsichtbar machen, vertilgen, Sp., wie D. Hal. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοφανίζω — 1. κάνω κάτι να φανεί σε κάποιον κακό, κακοκαρδίζω 2. (συν. η μτχ.) κακοφανισμένος, η, ο δυσαρεστημένος, κακοκαρδισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην τού φαίνομαι, κατά τα σε ίζω (πρβλ. α φανίζω, εμ φανίζω)] … Dictionary of Greek