συν-απο-λήγω

συν-απο-λήγω

συν-απο-λήγω, zugleich womit aufhören od. endigen; τοὺς πόδας τῷ ἀκρωτηρίῳ, die Füße bis zum Ende des Vorgebirges erstrecken, Philostr. Heroic. p. 661; vgl. Jac. Philostr. imagg. 507.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συμφωνόληκτος — η, ο, Ν (συν. το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμφωνόληκτα γραμμ. τα ονόματα και τα ρήματα στα οποία το τελευταίο γράμμα τού θέματος, ο χαρακτήρας, είναι σύμφωνο, λ.χ. φύλακ ος, από ονομ. φύλαξ, και φέρ ω, γράφ ω κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμφωνο + ληκτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”