- συν-απο-λάμπω
συν-απο-λάμπω, mit od. zugleich glänzen, Luc. gall. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-λάμπω, mit od. zugleich glänzen, Luc. gall. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγγάνυμαι — Μ συγγανύσκομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γάνυμαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek
συγγανύσκομαι — Α χαίρομαι και εγώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γανύσκομαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek
συναυγάζω — ΜΑ φωτίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καταυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αὐγάζω «φωτίζω, λάμπω» (< αὐγή)] … Dictionary of Greek