συν-απ-οδύρομαι

συν-απ-οδύρομαι

συν-απ-οδύρομαι, dep. med., mit, zugleich beklagen, Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνοδυρομένων — συνοδῡρομένων , σύν ὀδύρομαι lament pres part mp fem gen pl συνοδῡρομένων , σύν ὀδύρομαι lament pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδύρου — συνοδύ̱ρου , σύν ὀδύρομαι lament pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συνοδύ̱ρου , σύν ὀδύρομαι lament imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδύρωμαι — συνοδύ̱ρωμαι , σύν ὀδύρομαι lament aor subj mp 1st sg συνοδύ̱ρωμαι , σύν ὀδύρομαι lament pres subj mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… …   Dictionary of Greek

  • οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… …   Dictionary of Greek

  • πτύρω — Α 1. (συν. το μέσ.) πτύρομαι φοβάμαι, τρομάζω (α. «ἵνα δι αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ ψυχή... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ. β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», Διόδ. Σικ. γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν… …   Dictionary of Greek

  • συνοιμώζω — ΜΑ θρηνώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἰμώζω «κλαίω, θρηνώ, οδύρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνολολύζω — Α ξεφωνίζω από χαρά ή από λύπη μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀλολύζω «σκούζω, οδύρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνολοφύρομαι — Α θρηνώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συστενάχομαι — ΜΑ (ποιητ. τ.) συστενάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στενάχω «θρηνώ, οδύρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • όδυρμα — ὄδυρμα, τὸ (Α) [οδύρομαι] συν. στον πληθ. τὰ ὀδύρματα οδυρμός, θρήνος («πανδάκρυτ ὀδύρματα», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”