συν-απο-κλύζω

συν-απο-κλύζω

συν-απο-κλύζω, mit od. zugleich ab- od. wegspülen, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συγκλύζω — Α 1. κατακλύζω, πλημμυρίζω από παντού 2. συνταράσσω, αναταράσσω από όλες τις μεριές 3. παθ. συγκλύζομαι (κυρίως μτφ.) α) πνίγομαι σε κάτι, ιδίως στα χρέη β) (για κατάσταση) διατελώ σε σύγχυση, βρίσκομαι σε ταραχή («τὰ τῆς Ἀσίας συγκεκλυσμένα… …   Dictionary of Greek

  • σύγκλυς — και αττ. τ. ξύγκλυς» υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α 1. αυτός που τόν κατέκλυσαν από παντού τα κύματα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”