- συν-απο-καθαίρω
συν-απο-καθαίρω, mit, zugleich reinigen, wovon rein machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-καθαίρω, mit, zugleich reinigen, wovon rein machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek