συγ-κεράννῡμι

συγ-κεράννῡμι

συγ-κεράννῡμι u. συγκεραννύω (s. κεράννυμι) zusammenmischen, verbinden, vereinigen, λύπῃ τὴν ἡδονήν, Plat. Phil. 50 a, u. öfter; Ggstz διακρίνειν, Partm. 129 e; ὥς μοι τὰ μὲν παλαιὰ συγκεκραμένα ἄλγη δύςοιστα, Aesch. Ch. 733, wie Soph. δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ, Ant. 1295, u. Τέκμησσαν οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένην, Ai. 879; vgl. Trach. 659 u. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, Ar. Plut. 853, mit einem Geschicke, Unglücke, unzertrennlich verbunden sein; συγκεράσασϑαι φιλίαν, Freundschaft schließen, πρός τινα, mit Einem, Her. 7, 151; vgl. Pors. Eur. Med. 138; auch pass., φιλίαι μεγάλαι συνεκρήϑησαν, Her. 4, 152; ξυγκραϑέν, Thuc. 6, 18; ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῖσϑαι, Xen. Cyr. 1, 4, 1; Plat. hat neben συνεκεράσϑη, Legg. X, 889 c Phil. 46 c, ὅταν συγκραϑῇ, Tim. 68 c, u. συγκραϑεῖσα, 37 a; adj. verb. συγκρατέον, Phil. 62 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοκρασία — η (Α θεοκρασία) νεοελλ. συγκρητισμός, η ανάμιξη και συγχώνευση διαφόρων θρησκειών, θεών και τύπων λατρείας αρχ. η μίξη με θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρασία (< κράσις «μίξις» < κεράννυμι), πρβλ. α κρασία, ιδιο συγ κρασία] …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”