- συγ-κιρνάω
συγ-κιρνάω u. συγκίρνημι, = συγκεράννυμι; συνεκίρνατο, Tim. Locr. 96 a; συγκιρνάντες, Ath. I, 38 f; συγκιρνᾶσϑαι, XI, 476 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγ-κιρνάω u. συγκίρνημι, = συγκεράννυμι; συνεκίρνατο, Tim. Locr. 96 a; συγκιρνάντες, Ath. I, 38 f; συγκιρνᾶσϑαι, XI, 476 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.