- συ-φορβός
συ-φορβός, ὁ, wie ὑφορβός, Schweinehirt, Sauhirt, Il. 21, 282 Od. 14, 504.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-φορβός, ὁ, wie ὑφορβός, Schweinehirt, Sauhirt, Il. 21, 282 Od. 14, 504.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Φόρβον — Φόρβος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλοφορβός — καμηλοφορβός, ὁ (Μ) καμηλοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βου φορβός, ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
ονοφορβός — ὀνοφορβός, ὁ (Α) αυτός που εκτρέφει όνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + φορβός (< *φορβός < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
συοφορβός — και συφορβός, όν, Α εκτροφέας χοίρων, χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βου φορβός, ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
ιπποφορβός — ἱπποφορβός, όν (Α) 1. αυτός που τρέφει, που διατηρεί ίππους, ιπποτρόφος 2. φρ. «αὐλὸς ἱπποφορβός» αυλός από φλούδα δάφνης, τον οποίο μεταχειρίζονταν οι ιπποφορβοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φορβός (< φέρδω «τρέφω»), πρβλ. βου φορβός] … Dictionary of Greek
μονόφορβος — μονόφορβος, ον (Α) αυτός που βόσκει μόνος του («μονόφορβος μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. πολύ φορβος] … Dictionary of Greek
μυόφορβος — μυόφορβος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που τρέφεται με ποντίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + φόρβος (< φορβή < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. πολύ φορβος] … Dictionary of Greek
πάμφορβος — πάμφορβος, όρβη, ον (ΑΜ) αυτός που τρέφει τους πάντες («παμφόρβη παλάμη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φορβος (< φορβή), πρβλ. πολύ φορβος] … Dictionary of Greek
πολύφορβος — ον, και πολύφορβος, η, ον, Α 1. (για τη γη ή για τη θεά Δήμητρα) αυτός που έχει πολλή τροφή 2. αυτός που δίνει τροφή σε πολλούς, πολυτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. μονό φορβος] … Dictionary of Greek
σωματοφορβός — όν, Α αυτός που τρέφει, που συντηρεί το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φορβός (< φέρδω «τρέφω»), πρβλ. ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
υσπολώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «συβωτῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + πολῶ (< πολος < πέλω* / πέλομαι), πρβλ. οἰο πολῶ. Η μορφή ὑσ τού α συνθετικού (αντί ὑ ή ὑο , πρβλ. ὑ φορβός / ὑο φορβός) είτε οφείλεται σε αναλογία προς την λ. ὑσπέλεθος* (< ὑ… … Dictionary of Greek