- συφακίζω
συφακίζω, = ὀπωρίζω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συφακίζω, = ὀπωρίζω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συφακίζω — Α [σύφαξ, ύφακος] (κατά τον Ησύχ.) «ὀπωρίζω» … Dictionary of Greek
συφακίζειν — συφακίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)