συ-σκέπτομαι

συ-σκέπτομαι

συ-σκέπτομαι (ergänzt συσκοπέω), mit, zusammen betrachten, überlegen; κοινῇ μετ' ἐμοῦ σοι συσκεπτέον Plat. Soph. 218 b; Sp., wie Hdn. 1, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκέπτομαι — σκέπτομαι, σκέφθηκα και σκέφτηκα βλ. πίν. 12 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκέπτομαι — και σκέφτομαι σκέφτηκα 1. συλλογίζομαι: Σκέφτηκε πολύ πριν απαντήσει. 2. σκοπεύω: Σκέφτεται να κάνει ένα ταξίδι στο εξωτερικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκέπτομαι — look pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

  • σκέπτεσθε — σκέπτομαι look pres imperat mp 2nd pl σκέπτομαι look pres ind mp 2nd pl σκέπτομαι look imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκεμμένα — σκέπτομαι look perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκεμμένᾱ , σκέπτομαι look perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκεμμένᾱ , σκέπτομαι look perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτομένω — σκέπτομαι look pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual σκέπτομαι look pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτομένων — σκέπτομαι look pres part mp fem gen pl σκέπτομαι look pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτόμεθα — σκέπτομαι look pres ind mp 1st pl σκέπτομαι look imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτόμενον — σκέπτομαι look pres part mp masc acc sg σκέπτομαι look pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεφθέντα — σκέπτομαι look aor part mp neut nom/voc/acc pl σκέπτομαι look aor part mp masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”