- συ-σκάπτω
συ-σκάπτω, zusammengraben, zugraben, verschütten, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σκάπτω, zusammengraben, zugraben, verschütten, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκάπτω — dig pres subj act 1st sg σκάπτω dig pres ind act 1st sg σκά̱πτω , σκῆπτρον staff neut nom/voc/acc dual (doric) σκά̱πτω , σκῆπτρον staff neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάπτω — ΝΜΑ βλ. σκάβω … Dictionary of Greek
σκάπτω — βλ. σκάβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάπτῳ — σκά̱πτῳ , σκῆπτρον staff neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκάπτον — σκάπτω dig pres part act masc voc sg σκάπτω dig pres part act neut nom/voc/acc sg σκάπτω dig imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σκάπτω dig imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάπτῃ — σκάπτω dig pres subj mp 2nd sg σκάπτω dig pres ind mp 2nd sg σκάπτω dig pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάψαι — σκάπτω dig aor imperat mid 2nd sg σκάπτω dig aor inf act σκάψαῑ , σκάπτω dig aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάψει — σκάπτω dig aor subj act 3rd sg (epic) σκάπτω dig fut ind mid 2nd sg σκάπτω dig fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάψον — σκάπτω dig aor imperat act 2nd sg σκάπτω dig fut part act masc voc sg σκάπτω dig fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάψουσι — σκάπτω dig aor subj act 3rd pl (epic) σκάπτω dig fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκάπτω dig fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)