- συ-σκευασία
συ-σκευασία, ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σκευασία, ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευασία — σκευασίᾱ , σκευασία preparing fem nom/voc/acc dual σκευασίᾱ , σκευασία preparing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευασίᾳ — σκευασίαι , σκευασία preparing fem nom/voc pl σκευασίᾱͅ , σκευασία preparing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευασία — η, ΝΑ [σκευάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία 2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.) νεοελλ. συσκευασία αρχ. 1. παρασκευή φαγητού… … Dictionary of Greek
σκευασία — η η προετοιμασία εμπορευμάτων κτλ. για μεταφορά, συσκευασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκευασίας — σκευασίᾱς , σκευασία preparing fem acc pl σκευασίᾱς , σκευασία preparing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευασίαι — σκευασία preparing fem nom/voc pl σκευασίᾱͅ , σκευασία preparing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευασίαν — σκευασίᾱν , σκευασία preparing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευασιῶν — σκευασία preparing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευασίαις — σκευασία preparing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευασίη — σκευασία preparing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευασίης — σκευασία preparing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)