- συ-σκευαστής
συ-σκευαστής, ὁ, der Zubereitende, Zurüstende, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σκευαστής, ὁ, der Zubereitende, Zurüstende, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευαστής — preparer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστής — ὁ, ΜΑ [σκευάζω] 1. συσκευαστής 2. παρασκευαστής («σκευασταὶ φαρμάκων», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
σκευαστοῦ — σκευαστής preparer masc gen sg σκευαστός prepared by art masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστῇ — σκευαστής preparer masc dat sg (attic epic ionic) σκευαστός prepared by art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστήν — σκευαστής preparer masc acc sg (attic epic ionic) σκευαστός prepared by art fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστῶν — σκευαστής preparer masc gen pl σκευαστός prepared by art fem gen pl σκευαστός prepared by art masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστά — σκευαστά̱ , σκευαστής preparer masc nom/voc/acc dual σκευαστής preparer masc voc sg σκευαστής preparer masc nom sg (epic) σκευαστός prepared by art neut nom/voc/acc pl σκευαστά̱ , σκευαστός prepared by art fem nom/voc/acc dual σκευαστά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)