- συ-σπαράσσω
συ-σπαράσσω, att. -ττω, mit, zugleich zerzausen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σπαράσσω, att. -ττω, mit, zugleich zerzausen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαράσσω — tear pres subj act 1st sg σπαράσσω tear pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek
σπαράξουσι — σπαράσσω tear aor subj act 3rd pl (epic) σπαράσσω tear fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπαράσσω tear fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαράξω — σπαράσσω tear aor subj act 1st sg σπαράσσω tear fut ind act 1st sg σπαράσσω tear aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαράττῃ — σπαράσσω tear pres subj mp 2nd sg (attic) σπαράσσω tear pres ind mp 2nd sg (attic) σπαράσσω tear pres subj act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσπαραγμένα — σπαράσσω tear perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσπαραγμένᾱ , σπαράσσω tear perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσπαραγμένᾱ , σπαράσσω tear perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρασσομένων — σπαράσσω tear pres part mp fem gen pl σπαράσσω tear pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρασσόμεθα — σπαράσσω tear pres ind mp 1st pl σπαράσσω tear imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρασσόμενον — σπαράσσω tear pres part mp masc acc sg σπαράσσω tear pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρασσόντων — σπαράσσω tear pres part act masc/neut gen pl σπαράσσω tear pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραττομένων — σπαράσσω tear pres part mp fem gen pl (attic) σπαράσσω tear pres part mp masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)