- συρία
συρία, ἡ, ein Kleid, αὐτόποκον ἱμάτιον, Poll. 7. 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συρία, ἡ, ein Kleid, αὐτόποκον ἱμάτιον, Poll. 7. 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Συρία — Συρίᾱ , Σύριος of fem nom/voc/acc dual Συρίᾱ , Σύριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Σῡρίᾱ , Σῦρος a Syrian fem nom/voc/acc dual (epic) Σῡρίᾱ , Σῦρος a Syrian fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) Συρίᾱ , Συρία Syrian fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρία — συρίᾱ , συρία garment fem nom/voc/acc dual συρίᾱ , συρία garment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρίᾳ — Συρίᾱͅ , Σύριος of fem dat sg (attic doric aeolic) Σῡρίαι , Σῦρος a Syrian fem nom/voc pl (epic) Σῡρίᾱͅ , Σῦρος a Syrian fem dat sg (attic epic doric aeolic) Συρίαι , Συρία Syrian fem nom/voc pl Συρίᾱͅ , Συρία Syrian fem dat sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίᾳ — συρίᾱͅ , συρία garment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Σύρια — Σύριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοίλη Συρία — Ονομασία, κατά την ελληνιστική περίοδο, εύφορης περιοχής στη Συρία που εκτεινόταν ανάμεσα στα όρη Λίβανος και Αντιλίβανος. Η περιοχή παρήγαγε σημαντικές ποσότητες ξυλείας, γι’ αυτό και οι διαμάχες των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου προκειμένου… … Dictionary of Greek
Ξυρία — Συρίᾱ , Σύριος of fem nom/voc/acc dual Συρίᾱ , Σύριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Σῡρίᾱ , Σῦρος a Syrian fem nom/voc/acc dual (epic) Σῡρίᾱ , Σῦρος a Syrian fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) Συρίᾱ , Συρία Syrian fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυρίας — Συρίᾱς , Σύριος of fem acc pl Συρίᾱς , Σύριος of fem gen sg (attic doric aeolic) Σῡρίᾱς , Σῦρος a Syrian fem acc pl (epic) Σῡρίᾱς , Σῦρος a Syrian fem gen sg (attic epic doric aeolic) Συρίᾱς , Συρία Syrian fem acc pl Συρίᾱς , Συρία Syrian … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρίας — Συρίᾱς , Σύριος of fem acc pl Συρίᾱς , Σύριος of fem gen sg (attic doric aeolic) Σῡρίᾱς , Σῦρος a Syrian fem acc pl (epic) Σῡρίᾱς , Σῦρος a Syrian fem gen sg (attic epic doric aeolic) Συρίᾱς , Συρία Syrian fem acc pl Συρίᾱς , Συρία Syrian … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)