- συρμαΐζω
συρμαΐζω, ein Brech-, Purgirmittel brauchen, den Leib damit reinigen, Her. 2, 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συρμαΐζω, ein Brech-, Purgirmittel brauchen, den Leib damit reinigen, Her. 2, 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συρμαΐζω — Α [συρμαία] (για τους Αιγυπτίους) παίρνω συρμαία ως καθαρτικό φάρμακο («συρμαΐζουσι τρεῑς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
συρμαιζόμενον — συρμαίζω take an emetic pres part mp masc acc sg συρμαίζω take an emetic pres part mp neut nom/voc/acc sg συρμαϊζόμενον , συρμαίζω take an emetic pres part mp masc acc sg συρμαϊζόμενον , συρμαίζω take an emetic pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμαίζουσι — συρμαίζω take an emetic pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συρμαίζω take an emetic pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συρμαΐζουσι , συρμαίζω take an emetic pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμαίζειν — συρμαίζω take an emetic pres inf act (attic epic) συρμαΐζειν , συρμαίζω take an emetic pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμαϊσμός — ὁ, ΜΑ [συρμαΐζω] η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου αρχ. ο χυμός τού φυτού συρμαία … Dictionary of Greek