συρμάς

συρμάς

συρμάς, άδος, ἡ, = σύρμα 2, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συρμάς — άδος, ἡ, ΜΑ σωρός που σχηματίζεται με το σύρσιμο, όπως π.χ. σωρός χιονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] …   Dictionary of Greek

  • συρμάδα — συρμάς snowdrift fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμάδας — συρμάς snowdrift fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμάδες — συρμάς snowdrift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμάδι — συρμάς snowdrift fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμάδων — συρμάς snowdrift fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”