στῡλίς

στῡλίς

στῡλίς, ίδος, ἡ, dim. von στῦλος, bes. wie στηλίς, eine Stange mit einem Segel am Hintertheile des Schiffes, Plut. Pomp. 24; Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στυλίς — στῡλίς , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστυλίς — ἐπιστυλίς, ἡ (Α) [στυλίς] επιστύλιο …   Dictionary of Greek

  • στυλίδα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (4.993 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (36 τ. χλμ., 5.088 κάτ.), στον οποίον ανήκουν και τα χωριά Πεταράδες (26 κάτ.) και Μελίσσια (69 κάτ.). Ο παράλιος… …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • ՍԻՒՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0716 Chronological Sequence: Early classical գ. στύλος columna. կամ ըստ հայումս՝ κιονίσκος, κιονίς, στυλίσκος, στυλίς columella. Սիւն փոքրիկ. ... տես. Ել. ՟Ի՟Զ. 16 = 18: ՟Լ՟Է. 11: *Որպիսի սիւնակք, կամ որպիսի ապարումք. Ոսկ. ես.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • στυλίδα — στῡλίδα , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλίδες — στῡλίδες , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλίδι — στῡλίδι , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλίδος — στῡλίδος , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλίδων — στῡλίδων , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλίσι — στῡλίσι , στυλίς mast to carry a flag at the stern fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”