στῡλο-βάτης

στῡλο-βάτης

στῡλο-βάτης, , Säulenfuß, Plat. com. bei Poll. 7, 121.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ …   Dictionary of Greek

  • κτηνοβάτης — ο (Μ κτηνοβάτης) άνθρωπος που συνουσιάζεται με ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. στυλο βάτης, σχοινο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • ναυβάτης — ο (ΑΜ ναυβάτης, Α ποιητ. τ. νηοβάτης, Μ θηλ. ναυβάτις) αυτός που επιβαίνει σε πλοίο, ο επιβάτης πλοίου νεοελλ. αυτός που ανήκει σε πλήρωμα πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κτηνο βάτης, στυλο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • στηλοβάτης — ὁ, Μ αυτός που ανεβαίνει σε στήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης, στυλο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • φαλλοβάχης — ὁ, Α ιερέας τού Βάκχου, ο οποίος ανέβαινε σε στύλο όμοιο με φαλλό κατά τα φαλλοφόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ἱππο βάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”