- στάλαγμα
στάλαγμα, τό, das Getröpfelte, der Tropfen, ἀφεῖσαι δαιμόνων σταλάγματα, Aesch. Eum. 769; Soph. Ant. 1224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάλαγμα, τό, das Getröpfelte, der Tropfen, ἀφεῖσαι δαιμόνων σταλάγματα, Aesch. Eum. 769; Soph. Ant. 1224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάλαγμα — that which drops neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλαγμα — το, ΝΜΑ, και στάλαμα Ν [σταλάζω] σταγόνα, σταλαματιά («ῥοὴ φοινίου σταλάγματος», Σοφ.) νεοελλ. 1. ροή σταγόνων, σταλαγμός 2. υδρορρόη … Dictionary of Greek
σταλάγμασι — στάλαγμα that which drops neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλάγματα — στάλαγμα that which drops neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλάγματος — στάλαγμα that which drops neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Stalagtiten — Stalaktit und Stalagmit (englische Bildbeschriftung) Stalaktite in der Treak Cliff Cavern (Derbyshire in England) … Deutsch Wikipedia
Stalaktit — (A) und Sinterröhrchen (B) Stalak … Deutsch Wikipedia
Caralluma stalagmifera — Systematik Familie: Hundsgiftgewächse (Apocynaceae) Unterfamilie … Deutsch Wikipedia
κοχλάζω — και χοχλάζω (Α κοχλάζω και καχλάζω) (για νερό ή άλλο υγρό) αναταράσσομαι από τον βρασμό, βράζω έντονα («φιάλην ἐν ἧ στάλαγμα ἐκάχλαζεν ἀκηροτάτου πόματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. βρίσκομαι σε μεγάλη ένταση («κοχλάζει το μίσος του») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
πενταστάλαγμα — το το πιο λεπτό και το πιο σημαντικό στοιχείο κάθε ύλης, όντος ή ιδέας, η πεμπτουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στάλαγμα (< σταλάζω)] … Dictionary of Greek
στάλαμα — το, Ν βλ. στάλαγμα … Dictionary of Greek