- στάγδην
στάγδην, adv., tröpfelnd, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάγδην, adv., tröpfelnd, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάγδην — in drops indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάγδην — Α επίρρ. κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. αόρ. ἐστάγην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek
στραγγός — και στραγός, ή, όν, ΜΑ [στράγξ, γγός] 1. στριμμένος, συνεστραμμένος 2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί») 3. (για πρόσ.) αναιδής 4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα 5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί… … Dictionary of Greek