στάγμα

στάγμα

στάγμα, τό, Tropfen, Getröpfel; τῆς τ' ἀνϑεμουργοῠ στάγμα, μέλι, Aesch. Pers. 604; μιλτεῖον, Philp. 15 (VI, 103).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στάγμα — that which drips neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάγμα — το, ΝΜΑ, και στάμα Ν η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα τού κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.) νεοελλ. 1. απόσταγμα 2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • σταγμάτων — στάγμα that which drips neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάγματα — στάγμα that which drips neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάγματι — στάγμα that which drips neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάγματος — στάγμα that which drips neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλτειος — μίλτειος, εία, ον (Α) 1. μίλτινος 2. φρ. «μίλτειον στάγμα» η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. ειος (πρβλ. θαλάσσ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • παμφαής — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αργείος που φιλοξένησε στο σπίτι του τους Διόσκουρους. 2. Ευγενής από την Πριήνη της Μικράς Ασίας, που επέστρεψε στον Κροίσο το δώρο που του έστειλε: ένα αμάξι φορτωμένο με ασήμι. * * * παμφαής, ές (ΑΜ) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ροδόσταγμα — το / ῥοδόσταγμα, ΝΑ, και ροδόσταμα και ροδόσταμο, Ν νεοελλ. 1. παράλληλο παράγωγο τής απόσταξης τών ρόδων κατά την παραλαβή τού ροδελαίου, με πολύ γλυκό άρωμα, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική κ.ά., αλλ. ροδόνερο 2. διάλυμα… …   Dictionary of Greek

  • στάμα — (I) τὸ, Μ 1. το μέρος όπου στέκεται κάποιος 2. η θέση τού αυτοκράτορα στον ιππόδρομο 3. ανάπαυλα, διακοπή, σταμάτημα («ἐν ὅλῃ τῇ ἡμέρᾳ ἔσχε στάμα ὁ πόλεμος», Θεοφάν. Ομ.) 4. στον πληθ. τὰ στάματα τα πλευρά τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στă τού… …   Dictionary of Greek

  • στίλη — ἡ, Α σταγόνα, στάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται μία φορά στις Σφήκες τού Αριστοφάνη και έχει προκαλέσει μεγάλη σύγχυση στους αρχαίους λεξικογράφους ως προς τη σημ. και την ετυμολόγησή της. Οι αρχαίοι σχολιαστές δίνουν το ερμήνευμα στίλην ὅτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”