στάξ

στάξ

(στάξ) = σταγών, Tropfen, nur im plur. στάγες, Ap. Rh. 4, 626. S. σταγών.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στάξ' — στάξι , στάξις dropping fem voc sg στάξαι , στάζω drop aor imperat mid 2nd sg στάξαι , στάζω drop aor inf act στάξα , στάζω drop aor ind act 1st sg (homeric ionic) στάξε , στάζω drop aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταξιά — η βλέμμα, κοίταγμα, ματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοίταξ (πρβλ. κοίταξ α, αόρ. τού κοιτάζω) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σπρωξιά — η, Ν το σπρώξιμο, η απώθηση με τους αγκώνες ή με τις παλάμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ τού αορ. έσπρωξα τού σπρώχνω + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σταλιά — η, Ν 1. στάλα, σταλαγματιά, σταγόνα 2. πολύ μικρή ποσότητα υγρού («μια σταλιά νερό») 3. μτφ. (για πρόσ., πάντα με τη λέξη μια) άτομο πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («είναι μια σταλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • στεναξιά — η, Ν στεναγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέναξα, αόρ. τού στενάζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”