στάχυς

στάχυς

στάχυς, υος, ὁ, die Aehre, Kornähre; περὶ σταχύεσσιν ἐέρση, Il. 23, 598; Hes. O. 475; auch die Aehre anderer Pflanzen, βύβλου δὲ καρπὸς οὐ κρατεῖ στάχυν, Aesch. Suppl. 742; λειμῶνος ἠρινοῠ στάχυν, Eur. Suppl. 448; τοὺς στάχυς, Ar. Equ. 392. – Uebertr., wie Frucht, ὕβρις γὰρ ἐξανϑοῠσ' ἐκάρπ ωσε στάχυν ἄτης, Aesch. Pers. 807; u. bei Eur. χρυσοπήληκα στάχυν Σπαρτῶν, Phoen. 946; auch Sprößling, Sohn, trg. Erechth. 22 bei Lycurg. 24; vgl. Artemidor. 5, 63. 84. – Bei Poll. 2, 168 der Theil des Leides unter dem Bauche. – Bei Hesych. ein Wort der Schiffbauer, τὸ ἐπὶ τῆς φάλαγγος μεριζόμενον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στάχυς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου …   Dictionary of Greek

  • στάχυς — στάχῡς , στάχυς ear of corn masc acc pl στάχῡς , στάχυς ear of corn masc nom/voc pl στάχῡς , στάχυς ear of corn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυς ο φαρμακευτικός — Πολυετής πόα της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ελλάδα, σε δάση και λιβάδια της ορεινής και υποορεινής ζώνης. Είναι φαρμακευτικό φυτό, με αντιπυρετικές και αντισπαστικές ιδιότητες. Έχει βλαστούς τετραγωνικούς …   Dictionary of Greek

  • σταχύεσι — στάχυς ear of corn masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύεσιν — στάχυς ear of corn masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύεσσι — στάχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύεσσιν — στάχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύων — στάχυς ear of corn masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυας — στάχυς ear of corn masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυες — στάχυς ear of corn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυος — στάχυς ear of corn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”