- στομήρης
στομήρης, ες, = εὔστομος, εὔφημος, Poll. 2, 101.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στομήρης, ες, = εὔστομος, εὔφημος, Poll. 2, 101.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στομήρης — ῆρες, Α στομώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κατάλ. ήρης* (Ι) (πρβλ. ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek