στοίχημα

στοίχημα

στοίχημα, τό, Vertrag, Preis, Belohnung, erst sehr Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοίχημα — deposit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοίχημα — το 1. είδος τυχερού παιχνιδιού: Στις ιπποδρομίες παίζονται πολλά στοιχήματα. 2. «Βάζω στοίχημα», είμαι βέβαιος: Βάζω στοίχημα πως θα νικήσει αυτή η ομάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοίχημα — το, ΝΜ [στοιχῶ] συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει τής οποίας εκείνος τού οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • στοιχήματι — στοίχημα deposit neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχήματος — στοίχημα deposit neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιάντες — 1. είδος παιχνιδιού μνήμης, με στοίχημα ανάμεσα σε δύο παίκτες χάνει εκείνος που όταν παίρνει κάτι από τα χέρια τού άλλου, λησμονά να αναφέρει μία από τις φράσεις «τό θυμάμαι» ή «τό ξέρω», οπότε ο άλλος κερδίζει λέγοντας γιάντες 2. (επεκτ.)… …   Dictionary of Greek

  • προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό …   Dictionary of Greek

  • στοιχηματίζω — Ν [στοίχημα, ήματος] 1. βάζω στοίχημα 2. μτφ. είμαι πάρα πολύ βέβαιος για κάτι …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • κορδιάζω — (Μ) 1. (μτβ.) συσχετίζω, συνταιριάζω 2. (αμτβ.) έρχομαι σε συνεννόηση ή κλείνω συμφωνία 3. φρ. «κορδιάζω στοίχημα» κλείνω συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. acorder ή < βεν. acordar] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”