- στολίδιον
στολίδιον, τό, dim. von στολίς, Aen. Tact. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στολίδιον, τό, dim. von στολίς, Aen. Tact. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στολίδια — στολίδιον leather jerkin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίδι — το / στολίδιον ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθετί το οποίο κοσμεί ή διακοσμεί («η κόρη μου είναι το στολίδι τού σπιτιού μου») 2. φρ. «τα στολίδια τού αϊνά» ναυτ. ο τέρμονας νεοελλ. μσν. κόσμημα αρχ. δερμάτινο χιτώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek