στηλίδιον

στηλίδιον

στηλίδιον, τό, dim. von στηλίς, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στηλίδιον — little monument neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηλίδια — στηλίδιον little monument neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηλίδιο — το / στηλίδιον, ΝΑ [στήλη] υποκορ. μικρή στήλη νεοελλ. ναυτ. ξύλινο ή μεταλλικό επίμηκες δοράτιο τοποθετημένο κατακόρυφα στο πιο ακραίο τμήμα τής πρύμνης, το οποίο χρησιμεύει για την έπαρση τής σημαίας τού πλοίου, αλλ. στηλίδιο τής σημαίας αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”