στηλίτης — στηλί̱της , στηλίτης of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλίτης — ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῑτις, ίτιδος Α (κατά την αρχαιότητα) άτομο τού οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω σε στήλη για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών του νεοελλ. 1. μοναχός που ασκητεύει πάνω σε στήλη, αλλ. στυλίτης 2.… … Dictionary of Greek
στηλῖτι — στηλίτης of fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλίτας — στηλί̱τᾱς , στηλίτης of masc acc pl στηλί̱τᾱς , στηλίτης of masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
столпник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. στηλίτης) подвижник, проводивший свою жизнь на… … Словарь церковнославянского языка
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
στηλιτεύω — ΝΜΑ [στηλίτης] 1. (στην αρχαιότητα) αναγράφω σε στήλη το όνομα ατόμου και την πράξη που έκανε, για διασυρμό και παραδειγματισμό νεοελλ. επικρίνω με δριμύτητα, στιγματίζω κάποιον φέρνοντας στη δημοσιότητα τις επονείδιστες πράξεις του μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
Αλύπιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δύο από αυτούς εορτάζονται στις 27 Μαΐου, χωρίς να υπάρχουν πληροφορίες για τον βίο τους, εκτός από κάποιες αγνώστων χρονικογράφων. Τρεις άλλοι αναφέρονται ως επίσκοποι (Βυζαντίου, Καισαρείας και… … Dictionary of Greek
στηλίτην — στηλί̱την , στηλίτης of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)