- στηλίτευσις
στηλίτευσις, ἡ, Brandmarkung durch öffentliche Inschrift auf einer Schandsäule, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στηλίτευσις, ἡ, Brandmarkung durch öffentliche Inschrift auf einer Schandsäule, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στηλίτευση — η / στηλίτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [στηλιτεύω] (στην αρχαιότητα και στο Βυζ.) αναγραφή τού ονόματος ενός ατόμου σε στήλη για τον διασυρμό του νεοελλ. δριμεία δημόσια καταγγελία και επίκριση, στιγματισμός, ονειδισμός … Dictionary of Greek