στηθύνιον

στηθύνιον

στηθύνιον, τό, dim. von στῆϑος, Brüstchen; Ephipp. com. bei Ath. II, 65 c, IX, 320, d; Poll. 2, 162, wo στηϑήνιον f. L. war, wie στηϑίνιον im E. M., vgl. Lob. Phryn. 384.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στηθύνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηθύνιον — και πιθ. τ. στηθήνιον, τὸ, Α υποκορ. μικρό στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος, πιθ. αναλογικά προς το χελ ύνιον, υποκορ. τού χελύνη] …   Dictionary of Greek

  • στηθυνίου — στηθύνιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηθυνίῳ — στηθύνιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηθύνια — στηθύνιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”