- στηθό-δεσμον
στηθό-δεσμον, τό, u. στηθόδεσμος, ὁ, Brustbinde, Poll. 7, 69 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στηθό-δεσμον, τό, u. στηθόδεσμος, ὁ, Brustbinde, Poll. 7, 69 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνοδέσμη — κυνοδέσμη, ἡ, ή κυνοδέσμιον, τὸ (Α) δέρμα με το οποίο οι χορευτές έδεναν την πόσθη («ᾦ δέ τὴν πόσθην ἀπεδοῡντο, τοῡτον τὸν δεσμὸν κυνοδέσμιον ὠνόμαζον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δέσμη (< δεσμός < δέω), πρβλ. μονο δέσμη, στηθο δέσμη … Dictionary of Greek