- στημονίζομαι
στημονίζομαι, dep. med., die Fäden zum Aufzuge aufziehen u. weben, Arist. H. A. 9, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στημονίζομαι, dep. med., die Fäden zum Aufzuge aufziehen u. weben, Arist. H. A. 9, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στημονίζεται — στημονίζομαι lay down the spokes of a circular web pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονίζονται — στημονίζομαι lay down the spokes of a circular web pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονίζω — ΝΜΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. στημονιάζω αρχ. 1. (κατά τον Ζωναρ.) «λεπτύνω» 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) στημονίζων (κατά τον Ευστ.) «ὁ τρίβων» 3. μέσ. στημονίζομαι α) τοποθετώ το στημόνι στον αργαλειό β) (για αράχνη) αρχίζω να υφαίνω … Dictionary of Greek