- στημονίας
στημονίας, ὁ, = στημόνιος, Cratin. bei Poll. 2, 28 u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στημονίας, ὁ, = στημόνιος, Cratin. bei Poll. 2, 28 u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στημονίας — στημονίᾱς , στημονίας thread like masc acc pl στημονίᾱς , στημονίας thread like masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονίας — ὁ, Α φρ. «στημονίας κίκιννος» βόστρυχος όμοιος με κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + επίθημα ίας (πρβλ. οστρακ ίας)] … Dictionary of Greek