στοιχάς

στοιχάς

στοιχάς, άδος, ὁ, ἡ, 1) in Reihen od. Zeilen stehend oder liegend. Bei Solon hießen ἐλάαι στοιχάδες, den μορίαις entggstzt, die in Reihen stehenden Oelbäume, die nicht heilig waren, Poll. 5, 36. – 2) cine gewürzige Pflanze; Diosc.; Orph. Arg. 921; auch zuweilen falsch στιχάς geschrieben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοιχάς — in a row one behind another masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχάς — άδος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές 2. το θηλ. ἡ στοιχάς είδος τού αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους 3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες (ενν. νήσοι) σειρά… …   Dictionary of Greek

  • στοιχάδα — στοιχάς in a row one behind another masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχάδας — στοιχάς in a row one behind another masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχάδες — στοιχάς in a row one behind another masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχάδος — στοιχάς in a row one behind another masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχάσιν — στοιχάς in a row one behind another masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχαδίτης — ὁ, Α αυτός που είναι αρωματισμένος με το φυτό στοιχάς* («στοίχαδίτης οἶνος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχάς, άδος + επίθημα ίτης (πρβλ. θαμν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • στοιχαδικός — ή, όν, Α [στοιχάς, άδος] αυτός που είναι παρασκευασμένος ή αρωματισμένος με το φυτό στοιχάς* («στοιχαδικὸν ὄξος», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • Στοιχαδεύς — έως, ὁ, Α προσωνυμία τού Διός στη Σικυώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχάς, άδος + επίθημα εύς (πρβλ. Προμηθ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • παγκράτιο(ν) — το (Α παγκράτιον) [παγκρατής] αρχαίο μικτό ελληνικό αγώνισμα το οποίο περιλάμβανε την πάλη και την πυγμαχία αρχ. 1. (με τα ρ. νικῶ, μάχομαι, ἀσκῶ) νικώ στο παγκράτιο, αγωνίζομαι στο παγκράτιο 2. το φυτό θαψία 3. είδος αρωματικού φυτού, η στοιχάς* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”