στοιχάριον

στοιχάριον

στοιχάριον, τό, dim. von στοῖχος, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοιχάριον — τὸ, Α βλ. στιχάρι(ο) (II) …   Dictionary of Greek

  • στιχάρι(ο) — (I) το, Ν υποκορ. μικρός στίχος, στιχάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + υποκορ. κατάλ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο)]. (II) το / στιχάριον, ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και στοιχάριον Α διακοσμημένος χιτώνας και κυρίως μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”