σταθμών

σταθμών

σταθμών, όνος, ὁ, = σταϑμός, φλιά, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταθμών — όνος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σταθμός, φλιά». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + επίθημα ών, όνος] …   Dictionary of Greek

  • σταθμῶν — στάθμη carpenter s line fem gen pl σταθμάω measure by rule pres part act masc voc sg σταθμάω measure by rule pres part act neut nom/voc/acc sg σταθμάω measure by rule pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ζεύξη, ασυρματική — Σύστημα επικοινωνίας, που λειτουργεί με την εκπομπή ραδιοκυμάτων μεταξύ δύο, συνήθως σταθερών, σταθμών. Το φάσμα των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται στις ζεύξεις εκτείνεται από 50 έως 5.000 ΜΗz και άνω. Όταν λειτουργούν στις συχνότητες αυτές και… …   Dictionary of Greek

  • τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… …   Dictionary of Greek

  • παιδικός σταθμός — Ειδικό παιδαγωγικό ίδρυμα που δέχεται, κατά κανόνα, παιδάκια 3 5 ετών, δηλαδή πριν από το δημοτικό σχολείο. Η εμφάνισή του, μετά το προηγούμενο των αιθουσών φύλαξης, είναι εντελώς σύγχρονη, συνδεδεμένη με την εμφάνιση και διάδοση του… …   Dictionary of Greek

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”