σταλίς

σταλίς

σταλίς, ίδος, ἡ, dor. στάλιξ, alles Aufgestellte, Aufgerichtete, bes. Stellholz, Stange, v. l. bei Xen. Cyn. 2, 8. 6, 7. Bei Leon. Al. 20 (VI, 325) scheinen es Jagdnetze zu sein. Vgl. noch Opp. Cyn. 1, 150. 157; ὑπὸ σταλίκεσσιν ἄκανϑαι, Hal. 4, 606, von dornigen Flossen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταλίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κάμαξ ἤ χάραξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού στάλ ιξ* με επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. κλῃ ίς / κλείς)] …   Dictionary of Greek

  • σταλίδας — σταλίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλίζομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς στήλης τρόπαιον ἕστηκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, η λ. συνδέεται με τους τ. στάλιξ, ικος και σταλίς, ίδος «πάσσαλος»] …   Dictionary of Greek

  • σταλιδώνω — Ν στηρίζω με πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σταλίς, ίδος «πάσσαλος»] …   Dictionary of Greek

  • φόλλιξ — ικος, ἡ, Α τραχύτητα τού δέρματος που οφείλεται σε ψώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. τής λ. φολίς* «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και επίθημα ιξ, ικος (για την εναλλαγή ικ / ιδ στο… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”