σταλάζω

σταλάζω

σταλάζω, fut. σταλάξω (s. aber σταλάσσω), = στάζω 2, σταλάω, tröpfeln, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταλάζω — σταλάζω, στάλαξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… …   Dictionary of Greek

  • σταλάζω — στάλαξα 1. ρίχνω ή αφήνω να πέσει κάτι στάλα στάλα: Του στάλαξε φαρμάκι στο κρασί. – Αυτή η στάμνα δε σταλάζει καθόλου. 2. βάζω σε κάποιον κάποια ιδέα ή του δημιουργώ κάποιο συναίσθημα: Του στάλαξε μέσα στην ψυχή το μίσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δροσοσταλάζω — (για πηγή) 1. σταλάζω λίγο λίγο, σαν σταγόνες δροσιάς 2. σταλάζω δρόσο …   Dictionary of Greek

  • συναποστάζω — Α σταλάζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποστάζω «πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατεστάλαζον — κατά σταλάζω imperf ind act 3rd pl κατά σταλάζω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσταλῇ — πρόσ σταλάω let drop pres subj mp 2nd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres ind mp 2nd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres subj act 3rd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres ind act 3rd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματοστάλακτος — και χτος η, ο (Μ αἱματοστάλακτος, ον) αυτός που στάζει αίμα, ο αιμοσταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + σταλάζω] …   Dictionary of Greek

  • αιματοσταλαγμένος — και σμένος, η ο αυτός που στάζει αίμα, ο αιμοσταγής· [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + σταλαγμένος < σταλάζω] …   Dictionary of Greek

  • αλιμυρήεις — ἁλιμυρήεις, εσσα, εν (Α) (για ποταμό) αυτός που εκβάλλει στη θάλασσα με πάταγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μύρω «στάζω, σταλάζω, ρέω»] …   Dictionary of Greek

  • αλιμυρής — ἁλιμυρής, ές (Α) 1. ο αλιμυρήεις* 2. αλμυρός 3. αυτός που περιβρέχεται, που κατακλύζεται από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μύρω «στάζω, σταλάζω, ρέω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”