σταθμίζω

σταθμίζω

σταθμίζω, = σταϑμάω, wägen, nach dem Senkblei od. der Setzwage richten, Hesych. v. σταφύλη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταθμίζω — weigh pres subj act 1st sg σταθμίζω weigh pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμίζω — σταθμίζω, στάθμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σταθμίζω — ΝΜΑ [σταθμός] προσδιορίζω το βάρος αντικειμένου, ζυγίζω νεοελλ. 1. μεταχειρίζομαι τη στάθμη για να ελέγξω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση 2. υπολογίζω προσεχτικά, μελετώ, μετρώ, αξιολογώ («πρέπει να σταθμίσουμε προσεχτικά κάθε μας ενέργεια») …   Dictionary of Greek

  • σταθμίζω — στάθμισα, σταθμίστηκα, σταθμισμένος 1. ζυγίζω. 2. αλφαδιάζω, καθορίζω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση με το νήμα της στάθμης. 3. μτφ., υπολογίζω με ακρίβεια, αναμετρώ: Ενέργησε χωρίς να σταθμίσει τις συνέπειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταθμίζῃ — σταθμίζω weigh pres subj mp 2nd sg σταθμίζω weigh pres ind mp 2nd sg σταθμίζω weigh pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμίσει — σταθμίζω weigh aor subj act 3rd sg (epic) σταθμίζω weigh fut ind mid 2nd sg σταθμίζω weigh fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμιζομένων — σταθμίζω weigh pres part mp fem gen pl σταθμίζω weigh pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμιζόμενον — σταθμίζω weigh pres part mp masc acc sg σταθμίζω weigh pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμίζει — σταθμίζω weigh pres ind mp 2nd sg σταθμίζω weigh pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμίζον — σταθμίζω weigh pres part act masc voc sg σταθμίζω weigh pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμίζοντα — σταθμίζω weigh pres part act neut nom/voc/acc pl σταθμίζω weigh pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”