σταθμάω

σταθμάω

σταθμάω, ion. σταϑμέω, mit dem Richtscheit messen, abmessen; πλέϑρου σταϑμήσας μῆκος εἰς εὐγώνιον, Eur. Ion 1137; – gew. als dep. med. σταϑμάομαι, σταϑμᾶτο ἄλσος, Pind. Ol. 11, 45; σταϑμεύμενοι, Her. 8, 130; auch abwägen, wägen, ταλάντῳ μουσικὴ σταϑμήσεται, passiv., Ar. Ran. 796; μετρεῖν ἢ σταϑμᾶσϑαι, Plat. Legg. I, 643 c; Gewicht oder Werth auf Etwas legen, schätzen, Lys. 205 a. – Uebtr., erwägen, ermessen, beurtheilen, Her. σταϑμ ησάμενος, ὅκως ἐξελεύσεταί οἱ τὸ λοιπὸν τοῠ ποδός, 9, 37; χρή τι κἀμὲ σταϑμᾶσϑαι, Soph. O. R. 1111. Auch = vermuthen, schließen aus einer Sache, πρήγματι σταϑμήσασϑαι, Her. 2, 2, vgl. 8, 130, u. s. σταϑμόω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταθμῶμεν — σταθμάω measure by rule pres subj act 1st pl (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule pres ind act 1st pl σταθμάω measure by rule pres subj act 1st pl (attic epic doric ionic) σταθμάω measure by rule imperf ind act 1st pl (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμήσουσι — σταθμάω measure by rule aor subj act 3rd pl (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σταθμάω measure by rule fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμίον — σταθμάω measure by rule pres part act masc voc sg (epic doric ionic) σταθμάω measure by rule pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμεῖν — σταθμάω measure by rule pres inf act (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμεῦσαι — σταθμάω measure by rule pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) σταθμόω pres part act fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμοῖς — σταθμάω measure by rule pres opt act 2nd sg (attic epic doric ionic) σταθμόν weight neut dat pl σταθμός standing place masc dat pl σταθμός standing place neut dat pl (attic) σταθμόω pres opt act 2nd sg σταθμόω pres subj act 2nd sg σταθμόω pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμοῖσι — σταθμάω measure by rule pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) σταθμόν weight neut dat pl (epic ionic aeolic) σταθμός standing place masc dat pl (epic ionic aeolic) σταθμός standing place neut dat pl (attic epic ionic aeolic) σταθμόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμοῖσιν — σταθμάω measure by rule pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) σταθμόν weight neut dat pl (epic ionic aeolic) σταθμός standing place masc dat pl (epic ionic aeolic) σταθμός standing place neut dat pl (attic epic ionic aeolic) σταθμόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμᾷν — σταθμάω measure by rule pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμῆσαι — σταθμάω measure by rule aor inf act (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμήσαντες — σταθμάω measure by rule aor part act masc nom/voc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”