- σταλαγμίας
σταλαγμίας, ὁ, tröpfelnd, Plin. H. N. 34, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταλαγμίας, ὁ, tröpfelnd, Plin. H. N. 34, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταλαγμίας — ὁ, Α 1. αυτός που αφήνει να πέφτουν σταλαγματιές 2. συνεκδ. άλλη ονομασία τού φυτού χαλκανθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + επίθημα ίας (πρβλ. σταγον ίας)] … Dictionary of Greek
σταλακτικός — ή, όν Α [σταλακτός] φρ. «χάλκανθος σταλακτικός» ο σταλαγμίας* … Dictionary of Greek