σταλακτός

σταλακτός

σταλακτός, wie στακτός, tröpfelnd, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταλακτός — ή, ό / σταλακτός, ή, όν, ΝΑ, και σταλαχτός, ή, ό, Ν [σταλάσσω / σταλάζω] νεοελλ. (για υγρό) αυτός που σταλάζει, που χύνεται σταγόνα σταγόνα αρχ. ο στακτος, αυτός που προήλθε από στάλαξη …   Dictionary of Greek

  • σταλακτόν — σταλακτός masc acc sg σταλακτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιοστάλακτος — και ηλιοστάλαχτος, η, ο (Μ ἡλιοστάλακτος, ον) 1. αυτός που σταλάζει ηλιακές ακτίνες, ο λαμπερός («χαῑρε Νύμφη ἡλιοστάλακτε») 2. ο πάρα πολύ όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στάλακτος (< σταλάζω), πρβλ. α στάλακτος] …   Dictionary of Greek

  • Estalactita — (Del gr. stalaktos, que gotea < stalasso, gotear.) ► sustantivo femenino GEOLOGÍA Concreción calcárea que cuelga del techo de las cuevas y que se forma al filtrarse agua con sales calizas. * * * estalactita (del gr. «stalaktós», que gotea) 1 f …   Enciclopedia Universal

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λυθροστάλακτος — λυθροστάλακτος, ον (Μ) αυτός που είναι βρεγμένος με αίμα, που στάζει αίμα («λυθροστάλακτοι χεῑρες», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύθρος + στάλακτος (< σταλάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ρεντζελιστός — ή, ό, Ν αυτός που ρέει ύστερα από αποστράγγιση, σταλακτός. Επιρρ. ρεντζελιστά Ν κατά τρόπο ρεντζελιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεντζελώ κατά τα επιθ. σε ιστός (πρβλ. πιτσιλ ιστός)] …   Dictionary of Greek

  • σταλακτίς — ίδος, ἡ, Α αυτή που σταλάζει, που αφήνει να πέσουν σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλακτός + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • σταλακτίτης — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η κωνοειδής συνήθως ασβεστολιθική στήλη, που εμφανίζεται στην οροφή σπηλαίων. Τα νερά της βροχής που εισχωρούν στο έδαφος, επειδή περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, όταν περνούν από ασβεστολιθικά πετρώματα διαλύουν… …   Dictionary of Greek

  • σταλακτικός — ή, όν Α [σταλακτός] φρ. «χάλκανθος σταλακτικός» ο σταλαγμίας* …   Dictionary of Greek

  • σταλαχτός — ή, ό, Ν βλ. σταλακτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”